- δεκανός
- δεκανός, ο (AM)μσν.1. κατώτερος υπάλληλος τής βυζαντινής αυλής με δεκανίκι ως σύμβολο τού λειτουργήματός του2. εκκλησιαστικό διακόνημααρχ.1. υπαξιωματικός επικεφαλής δέκα στρατιωτών2. αξιωματούχος τής αστυνομίας στην Αίγυπτο3. δεκανοί, οιοι τριάντα έξι θεότητες που αντιστοιχούν σε ισάριθμες υποδιαιρέσεις τού ζωδιακού κύκλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ανος, επίθημα που απαντά σε εθνικά ονόματα με -ᾱ. Πρόκειται μάλλον για λ. της αρχαίας μακεδονικής στρατιωτικής ορολογίας, που, μαζί με τα παράγωγο της δεκανία και δεκανικός, πέρασαν και γενικεύθηκαν στην Ελληνιστική Κοινή και, εν συνεχεία, στην όψιμη Λατινική και στη Βυζαντινή. Το λατ. decānus είναι δάνεια λέξη από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.